Είπε Φωτιά !

Το βιός σου οι φλόγες το άρπαξαν

Τι θα γλυτώσεις;

Όλα

Κρέμεται απ΄ όλα η ευτυχία μου

Γεώργιος Δροσίνης

 Έχει δίκιο ο ποιητής όταν λέει ότι «κρέμεται απ΄ όλα η ευτυχία μου»; Έχει νόημα η ζωή αν δεν είναι πολυδιάστατη; Και πόσο σημαντική για το πολυδιάστατο της ύπαρξής μας είναι – ιδιαίτερα σήμερα – η σχέση του ανθρώπου με τη φύση;

Οι πηγές ευαισθητοποίησης σε τέτοια ερωτήματα είναι πολλές για τους ανθρώπους του Βύρωνα. Η ίδια η ιστορία και οι αγώνες αυτής της πόλης, που ξεκίνησε ως συνοικισμός Μικρασιατών προσφύγων το 1924, συνιστούν πολλαπλό μήνυμα ζωής. Αλλά αν αυτό δεν αρκεί, έχουμε δίπλα μας τον Υμηττό που λειτουργεί σαν «ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης» έναντι σύγχρονων προκλήσεων και απειλών.

Πνεύμονας ζωής για όλη την Αττική, το βουνό αυτό βαριανασαίνει από τις καταστροφικές επιδρομές που έχει υποστεί από κάθε λογής καταπατητές και εμπρηστές. Εκεί ψηλά στον Υμηττό αυτό είναι το μεγάλο μυστικό, θα λέγαμε παραφράζοντας παλιό γνωστό τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη.

Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι στον Υμηττό υπάρχει μνημείο πεσόντων για την υπεράσπιση του δάσους; Όλοι μας ξέρουμε ότι αποτελεί κανόνα η ανέγερση σε κάθε πόλη και χωριό της Ελλάδας τουλάχιστον ενός μνημείου πεσόντων σε πολέμους και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Όμως, τα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί ανησυχητικά στον τόπο μας οι πεσόντες σε «πύρινους πολέμους». Το αποκορύφωμα ήταν το ολοκαύτωμα του 2007 στο νομό Ηλείας, όπου χάθηκαν 44 ανθρώπινες ζωές μέσα στις φλόγες. Αλλά ανθρωποκτόνες πυρκαγιές έχουν συμβεί και στην Αττική.

Ας θέσουμε, λοιπόν, σε κίνηση τη μηχανή της μνήμης, ανακαλώντας το γεγονός ότι από τις πολλές πυρκαγιές στον Υμηττό εκείνη του 1998 συγκλόνισε περισσότερο τον Ελληνικό λαό, αφού άφησε πίσω της τέσσερις νεκρούς : τους πυροσβέστες Δημήτρη Μαλούκο, Θέμη Μαυροειδή και Αλέξανδρο Διαβολή και τον νεαρό εθελοντή δασοπυροσβέστη Δημήτρη Καραμολέγκο από την Καισαριανή.

***

22 Ιουλίου 1998, ημέρα Τετάρτη, έγινε το μεγάλο κακό. Το καλοκαίρι ήταν στο «φόρτε» του, η θερμοκρασία στα ύψη και η κίνηση μεγάλη στο κέντρο της Αθήνας. Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι ισχυροί άνεμοι γεννούσαν έντονες ανησυχίες για νέες πυρκαγιές σ΄όλη την Ελλάδα, που είχε ήδη πληγεί από 180 το Σαββατοκύριακο.

Κάθε καλοκαίρι είμαστε στο ίδιο δραματικό έργο θεατές, σκέφτομαι ενώ κατευθύνομαι μ΄ ένα ταξί από την οδό Πειραιώς προς τη Σταδίου με προορισμό το Βύρωνα. Η ώρα είναι περασμένες δύο. Οι εφημερίδες που έχω μαζί μου βοηθούν την υπομονή μου ν΄ αντιμετωπίσω τον μόνιμο εφιάλτη της ζωής μας: το κυκλοφοριακό.

– Είμαστε καταδικασμένοι. Όσοι κι αν φύγουν για διακοπές είναι τόσοι οι άνθρωποι και τόσα τα αυτοκίνητα σ΄αυτήν την πόλη που δεν φαίνεται η διαφορά, παρατηρεί ο ταξιτζής δύσθυμα.

Πιάνομαι από την παρατήρησή του για να αρχίσω το δικό μου «βιολί»:

– Τίποτα δεν θα αλλάξει, φίλε μου, αν εμείς οι ίδιοι παραμένουμε απαθείς και δεν αντιδρούμε μαζικά. Τον Οκτώβρη έχουμε δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Θα τις αξιοποιήσουμε για να δώσουμε με την ψήφο μας μήνυμα αποκέντρωσης; Γιατί – κακά τα ψέματα – δεν πρόκειται να σωθεί η Αθήνα αν δεν αναπτυχθεί η περιφέρεια, ώστε να πάψει η εγκατάλειψή της, ιδιαίτερα από τους νέους.

Η συζήτησή μας διακόπτεται απότομα από τον ήχο του κινητού μου. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είναι ο Νίκος Φαϊππέας, υπάλληλος του Δήμου Βύρωνα.

– Έχουμε πυρκαγιά στον Υμηττό, καίγεται το δάσος πάνω από τον Καρέα, λέει με τη φωνή ταραγμένη.

– Πότε, πώς συνέβη; Απειλούνται σπίτια; Ρωτώ.

– Η φωτιά είναι μεγάλη. Λένε ότι ξεκίνησε γύρω στις 1.30 από την Ηλιούπολη, μου απαντά.

– Ευχαριστώ, Νίκο. Τηλεφώνησέ μου αν έχεις κάτι νεότερο. Θα συναντηθούμε εκεί, λέω κλείνοντας.

– Πάμε στον Καρέα, λέω στον ταξιτζή.

Μέχρι το τέλος της Φιλελλήνων δεν έχουμε οπτική επαφή με το βουνό, διακρίνουμε όμως σύννεφα καπνού να υψώνονται στον ουρανό. Μόνο όταν βγαίνουμε στη Λεωφόρο Αμαλίας και στρίβουμε αριστερά στα φανάρια για τη Λεωφόρο Όλγας, πριν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μπορούμε να δούμε καθαρά την πλευρά του Υμηττού που είναι τυλιγμένη στις φλόγες και σε τεράστιους όγκους καπνού.

Καθώς αφήνουμε πίσω μας το Άγαλμα του Λόρδου Βύρωνα, το οποίο βρίσκεται στη γωνία του πάρκου του Ζαππείου που σχηματίζουν η Αμαλίας και η Όλγας, αναρωτιέμαι πόσο θα οργιζόταν και θα θλιβόταν ο μεγάλος ποιητής και κορυφαίος φιλέλληνας μπροστά στο σημερινό θέαμα.

Διαμένοντας στην Πλάκα, ακριβώς απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ο Μπάϊρον έγραφε στη μητέρα του στις 20 Ιανουαρίου 1811:

«Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσίνων. Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη.

Ε, κύριε! Αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα».

Ενάμιση αιώνα αργότερα, ένας άλλος Βρετανός φιλέλληνας, ο αρχαιολόγος Πήτερ Λήβι έγραφε ότι «στα ανατολικά της Αθήνας είναι ο Υμηττός σαν σκηνικό κρεμασμένο στο βάθος του ουρανού». Ο ίδιος έδινε την ακόλουθη εξήγηση στο παρατσούκλι «τρελός», που έχουν δώσει οι Αθηναίοι στον Υμηττό: «ο κόσμος έχει φτάσει να πιστεύει πως τρελόβουνο ονομάστηκε από το όργιο των χρωμάτων όταν το χτυπά ο ήλιος που πέφτει».

Η σκέψη μπορεί να ταξιδεύει σε τέτοιες ρομαντικές εικόνες, αλλά η σκληρή πραγματικότητα σε προσγειώνει. Καθώς περνάμε μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο, ο ταξιτζής φροντίζει να με επαναφέρει σ΄αυτή.

– Πού στρίβουμε, κύριε;

– Να πάμε από την Ερατοσθένους προς τον Προφήτη Ηλία και από ΄κει μέσω Αρύβου στο Βύρωνα, απαντώ.

Το σπίτι μου είναι στο δρόμο μας, αλλά έχω αποφασίσει να μην κάνω καμιά στάση. Τηλεφωνώ να μην με περιμένουν για φαγητό. Ο στόχος μου είναι να φτάσω στον Καρέα το ταχύτερο.

***

Διαβαίνουμε τα σύνορα Παγκρατίου – Βύρωνα, που είναι η οδός Ιλιάδος. Δεν μας παίρνει πολύ χρόνο να διασχίσουμε το Βύρωνα. Μόνο όταν στρίβουμε δεξιά στην Κατεχάκη βρίσκουμε μεγάλη κίνηση και χρειαζόμαστε κάμποσα λεπτά μέχρι να φθάσουμε στη διασταύρωση που οδηγεί στον Καρέα.

Φαίνεται ότι πολλά αυτοκίνητα μπροστά μας έχουν τον ίδιο προορισμό με μας. Ανάμεσά τους διακρίνουμε ένα βυτιοφόρο που γράφει «Δήμος Καισαριανής». Δίπλα μας ένα βαν μεταφέρει κάποιο τηλεοπτικό συνεργείο. Τα περισσότερα Ι.Χ. μάλλον ανήκουν σε κατοίκους του Καρέα, οι οποίοι επιστρέφουν άρον-άρον από τις δουλειές τους για να είναι κοντά στους δικούς τους. Κανείς δεν ξέρει προς τα πού μπορεί να κατευθυνθεί η πυρκαγιά. Ο κίνδυνος να απειληθούν σπίτια είναι υπαρκτός.

Η Κατεχάκη χωρίζει τον Καρέα από τον υπόλοιπο Βύρωνα, δεν τον ενώνει. Κι αν με τα αυτοκίνητα η πρόσβαση είναι δύσκολη, για τους πεζούς είναι σκέτη ταλαιπωρία και πηγή κινδύνων. Το αίτημα των κατοίκων για σύνδεση με έναν υπόγειο κόμβο δεν έχει ικανοποιηθεί, παρότι ο πληθυσμός του Καρέα έχει πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες.

Όσοι μένουν εδώ θεωρούνται προνομιούχοι. Ωστόσο, η οικιστική ανάπτυξη του Καρέα δεν ακολούθησε κάποιο σχέδιο, με αποτέλεσμα να μην έχουν προβλεφθεί στοιχειώδεις λειτουργίες που θα ενίσχυαν την έννοια της κοινότητας, όπως μία πλατεία. Ο οικισμός ξεκίνησε το 1932 από οικοδομικό συνεταιρισμό που ονομαζόταν «Θερινή Διαμονή», αλλά μεταπολεμικά έγινε η γρήγορη ανάπτυξή του ύστερα και από το χτίσιμο των πολυκατοικιών για τους πρόσφυγες της Ρουμανίας, που συνοδεύτηκε από την κατασκευή του δρόμου και τη δρομολόγηση λεωφορείων.

Όταν φθάνουμε στο κέντρο του Καρέα, επανέρχεται το ερώτημα από τον ταξιτζή: «Ποιος είναι ο τελικός προορισμός μας;».

Του ζητώ να προσπαθήσει να ανέβει ως το μοναστήρι του Άη-Γιάννη και να με αποβιβάσει εκεί. Τον βλέπω να δυσανασχετεί.

– Κι αν εγκλωβιστώ εκεί πάνω, αναλαμβάνεις να μου πληρώσεις το μεροκάματο; Μου λέει.

Συμμεριζόμενος την ανησυχία του, αποβιβάζομαι στη διασταύρωση της Λεωφόρου Καρέα με την οδό Ελλήνων Πατριωτών και παίρνω με τα πόδια την ανηφόρα προς το μοναστήρι.

Από τον 11ο αιώνα μ.Χ. χρονολογείται το μοναστήρι αυτό, που προσελκύει πολλούς επισκέπτες. Μπροστά του έχει ένα πλάτωμα όπου παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους όσοι το επισκέπτονται ή όσοι ξεκινούν από εκεί τον περίπατό τους στο βουνό. Δεξιά υπάρχει ένας χωματόδρομος που προσφέρει αυτή τη δυνατότητα.

Τώρα στο δρόμο αυτό επικρατεί ασυνήθιστη κίνηση. Άνθρωποι και οχήματα σπεύδουν προς το σημείο όπου μαίνεται η πυρκαγιά. Η απόσταση είναι μικρή, μικρότερη του ενός χιλιομέτρου. Φθάνοντας κι εγώ εκεί, βρίσκομαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Ο Δήμαρχος Βύρωνα Νίκος Ρογκάκος και δημοτικοί σύμβουλοι, εθελοντές δασοπυροσβέστες και απλοί πολίτες έτοιμοι να βοηθήσουν στο έργο της κατάσβεσης, εργαζόμενοι του Δήμου Βύρωνα, ο Δήμαρχος Καισαριανής Θανάσης Μπαρτζώκας. Στελέχη του Πυροσβεστικού Σώματος και της Ελληνικής Αστυνομίας μας κρατούν σε απόσταση ασφαλείας.

Στο μεταξύ, η επέλαση της φωτιάς συνεχίζεται ακάθεκτη. Έχει περάσει τον χωματόδρομο και συνεχίζει την αναρρίχησή της προς την κορυφή του βουνού. Τα επίγεια και εναέρια μέσα πυρόσβεσης έχουν αναλάβει δράση από ώρα, αλλά δεν έχουν ακόμα επιτύχει τον έλεγχό της φωτιάς. Το πύρινο μέτωπο έχει απλωθεί σε περίπου 1 χιλιόμετρο.

Από το σημείο που βρισκόμαστε βλέπουμε όλη τη διαδρομή που ακολουθούν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, τα οποία «βουτούν» στο Σαρωνικό για να πάρουν νερό και στη συνέχεια «χυμούν» στον Υμηττό για να σβήσουν τη φωτιά.

Όλα τα τηλεοπτικά κανάλια και άλλα ΜΜΕ έχουν εκπροσώπους τους στο χώρο. Οι ζωντανές συνδέσεις «δίνουν και παίρνουν». Γίνονται δηλώσεις από σχετικούς και μη. Πιεστικά ερωτήματα ζητούν απαντήσεις:

– Από πού και πώς ξεκίνησε η πυρκαγιά; Είναι έργο εμπρηστών;

– Ήταν έγκαιρη η παρέμβαση των δυνάμεων πυρόσβεσης; Υπήρχαν τα αναγκαία μέσα και οι υποδομές;

Από τη θέση «Τρύπιο κατοστάρι», στα «Αστυνομικά» της Ηλιούπολης, έναν οικισμό που βρίσκεται στις παρυφές του Υμηττού, ξεκίνησε η φωτιά γύρω στις 1.30 λένε οι άνθρωποι της Πυροσβεστικής και του Δήμου Βύρωνα που βρίσκονται στο χώρο. Οι φλόγες γρήγορα επεκτάθηκαν με μεγάλη ταχύτητα από τους ισχυρούς ανέμους, κατακαίγοντας το πευκοδάσος.

– Να λέμε πάλι καλά που η φορά των ανέμων ήταν προς την κορυφή του βουνού και δεν απειλήθηκαν κατοικημένες περιοχές, υποστηρίζουν πολλοί από τους παριστάμενους.

Οι άνθρωποι που έχουν σπεύσει στο χώρο αυξάνονται συνεχώς. Πολλά «πηγαδάκια» έχουν σχηματιστεί όπου διεξάγονται έντονες συζητήσεις. Όλα τα προβλήματα που έχουν σχέση με την προστασία του Υμηττού τίθενται «επί τάπητος». Η οργή περισσεύει εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και των δημοτικών Αρχών, που άφησαν το δάσος απροστάτευτο.

– Είχαν προειδοποιηθεί. Οι καιρικές συνθήκες απαιτούσαν αυξημένα μέτρα ετοιμότητας, υποστηρίζουν πολλοί.

Καταγγέλλεται η απουσία πυροσβεστικών κρουνών. Επισημαίνεται ο μη καθαρισμός των δασών.

– Εμπρηστής είναι η ίδια η κεντρική εξουσία, που βαρύνεται με ανοχή ή συνενοχή σε εγκλήματα σε βάρος του δάσους από καταπατητές και κερδοσκόπους, υποστηρίζουν άλλοι.

– Γιατί δεν υπάρχει συντονισμός; Τι κάνει ο Σύνδεσμος Προστασίας και Ανάπτυξης του Υμηττού, ρωτούν δημότες του Βύρωνα, της Καισαριανής, της Ηλιούπολης.

Μέλη του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Καρέα, με επικεφαλής τον Πρόεδρό τους Γιάννη Ιωάννου, επικαλούνται υπομνήματα που είχαν καταθέσει και ανακοινώσεις με τις οποίες προειδοποιούσαν για τις συνέπειες των καταστροφικών παρεμβάσεων στον Υμηττό. Κατηγορούν και τη Δημοτική Αρχή του Βύρωνα που αγνόησε τις προειδοποιήσεις και διαμαρτυρίες τους.

Πολλοί αποδίδουν την πυρκαγιά στο γεγονός ότι προγραμματίζεται νέο μεγάλο πλήγμα στον Υμηττό με την επιλογή του ΥΠΕΧΩΔΕ για την επιφανειακή χάραξη της νέας περιφερειακής λεωφόρου Υμηττού, στην οποία επιμένει, παρά τις αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων και την ενεργοποίηση κινημάτων πολιτών από την Αγία Παρασκευή ως τη Βάρη.

Πολλά SOS για τον Υμηττό είχαν ακουστεί πριν από περίπου δύο μήνες στην 1η Συνάντηση για τον Υμηττό, που είχε φιλοξενηθεί στην Αγία Παρασκευή στις 31 Μαΐου 1998. Μια συνάντηση που είχα παρακολουθήσει και ήταν για μένα σημαντική πηγή γνώσης και ιδεών για δράση. Δεν ήταν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας, αλλά μια συνάντηση διαλόγου πολλών επιστημών με τα κινήματα των πολιτών. Στη διάρκειά της η οικολογία συναντήθηκε με την ιστορία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό.

Πελασγικής προέλευσης είναι το όνομα Υμηττός, που έχει τη ρίζα του στο Ουμάϊτ ή Υμητ που σήμαινε τραχύς, βραχώδης, σκληρός τόπος, σύμφωνα με τον Γιάννη Σχίζα. Άλλος ομιλητής είχε πει ότι τον Υμηττό είχαν κάψει και οι Γερμανοί κατά την κατοχή, γιατί ήταν καταφύγιο και ορμητήριο για τους αγωνιστές της αντίστασης. Πολλοί είχαν μιλήσει για την πλούσια χλωρίδα και πανίδα του ιστορικού αυτού βουνού: πεύκα, κουμαριές, βελανιδιές, πουρνάρια, θάμνοι και αγριολούλουδα πολλών ειδών, λαγοί, αλεπούδες, πέρδικες, γεράκια, τσαλαπετεινοί, μελίσσια, χελώνες κ.λπ.

Οι ορειβάτες αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι, περπατώντας στα πολλά μονοπάτια του Υμηττού, γίνονται μάρτυρες όλων των προβλημάτων του, από τα διάφορα «κοινωφελή» έργα και τα στρατόπεδα ως το κυνήγι και τα αυθαίρετα που όλο και σκαρφαλώνουν στις πλαγιές του. Πολλοί δε εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες του βουνού, μεταξύ των οποίων η Φιλοδασική Εταιρεία, η Εκκλησία της Ελλάδας αλλά και πολλοί ιδιώτες.

***

Η ώρα είναι περίπου 4 όταν κυκλοφορεί η είδηση – ψιθυριστά στην αρχή και ανεπίσημα – ότι κάηκαν άνθρωποι. Εγώ την ακούω από τον Πρόεδρο του Σωματείου Εργαζομένων του Δήμου Βύρωνα Χρήστο Παναγιωτόπουλο. Οι συζητήσεις «παγώνουν», η αγωνία φτάνει στο κατακόρυφο. Στην αρχή αρνούμαστε να το πιστέψουμε. Δυστυχώς, όμως, δεν επρόκειτο για φήμη.

Από ώρα υπήρχε ανησυχία για ένα πυροσβεστικό όχημα με τρεις άνδρες που δεν είχε γυρίσει πίσω, ενώ οι πύρινες γλώσσες εξαπλώνονταν.

Η τραγωδία επιβεβαιώνεται στις 4.30, όταν βρίσκονται νεκροί οι τρεις πυροσβέστες από συναδέλφους τους μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από το δρόμο, πεσμένοι μπρούμυτα σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Το Πυροσβεστικό Σώμα θρηνεί την άδικη απώλεια, που δεν τη χωράει ο νους. Όλοι όσοι βρισκόμαστε εκεί έχουμε δεχθεί ισχυρότατο σοκ.

– Πώς χάθηκαν οι άνθρωποι; Είναι το ερώτημα στα χείλια όλων.

Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι έδιναν τη μάχη της κατάσβεσης κινούμενοι με το πυροσβεστικό όχημα κατά μήκος του χωματόδρομου, όταν η φωτιά βρισκόταν από την κάτω μεριά. Γρήγορα, όμως, οι φλόγες προχώρησαν και έκλεισαν τον δρόμο, μην επιτρέποντάς στους πυροσβέστες να πάνε ούτε μπροστά ούτε να κάνουν πίσω. Το όχημα ακινητοποιήθηκε και εκείνοι το εγκατέλειψαν, αναζητώντας απεγνωσμένα τη διαφυγή προς τα πάνω , αλλά τους πρόλαβε η φωτιά την οποία ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε προς την ίδια κατεύθυνση με μεγάλη ταχύτητα.

Το κακό τεταρτώνει μία ώρα αργότερα, όταν εντοπίζεται λίγο ψηλότερα το καμένο πτώμα νεαρού ατόμου, που αργότερα αναγνωρίζεται ότι ανήκει στον εικοσάχρονο Δημήτρη Καραμολέγκο, μέλος της ομάδας εθελοντικής δασοπροστασίας του Δήμου Καισαριανής.

Όλη η Ελλάδα συγκλονίζεται από την τραγωδία. Ηρωικά έπεσαν και οι τέσσερις, υπερασπιζόμενοι το δάσος. Όμως, μεγαλειώδης είναι η αυτοθυσία του εθελοντή που έσπευσε να βοηθήσει όχι επειδή του το ζήτησε η υπηρεσία του, αλλά διότι του το υπαγόρευσε η συνείδησή του. Μήπως η προστασία των δασών μας και γενικότερα του περιβάλλοντος αποτελεί συστατικό ενός σύγχρονου πατριωτισμού, συνυφασμένου με μια διευρυμένη έννοια της αλληλεγγύης, που είναι αλληλεγγύη με τη φύση και τις επόμενες γενιές;

Το παράδειγμα του Καραμολέγκου μας θέτει όλους προς των ευθυνών μας. Αλήθεια, πόσοι από μας δηλώσαμε συμμετοχή στις ομάδες δασοπροστασίας ή τουλάχιστον πόσοι απαιτήσαμε από τους αρμόδιους φορείς κάποια στοιχειώδη ενημέρωση και εκπαίδευση, ώστε να μπορούμε να βοηθήσουμε όταν παρίσταται ανάγκη; Πότε πήραμε μέρος, τελευταία φορά, σε κινητοποίηση για τον Υμηττό ή γενικότερα σε κάποια εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος;

Το αρχικό σοκ και ο συγκλονισμός για τη θυσία των 4 συνανθρώπων μας συνοδεύεται οργή αλλά και από θλιβερές σκέψεις. Δεν είναι κρίμα κι άδικο να χάνονται ανθρώπινες ζωές σε μια πλαγιά του Υμηττού, με σχετικά εύκολη πρόσβαση και όχι σε κάποιο μακρινό και δύσβατο βουνό; Πέντε χιλιόμετρα από το Σύνταγμα απέχει ο Καρέας.

Αναλογιζόμαστε πόσο απροστάτευτοι είμαστε απέναντι στις λεγόμενες «φυσικές καταστροφές» που μοιάζουν εντελώς αφύσικες και αδικαιολόγητες όταν συμβαίνουν με αυτό τον τρόπο και έχουν τέτοιο κόστος. Αναρωτιόμαστε τί άλλο έχουμε να δούμε και να πάθουμε στο δρόμο που ακολουθούμε ως κοινωνία και ως χώρα, βιάζοντας τη φύση και καταστρέφοντας το περιβάλλον.

***

Το ζήτημα αν ήταν ή δεν ήταν έργο εμπρηστών η πυρκαγιά είναι δευτερεύον μπροστά στο ερώτημα αν έχουμε την κατάλληλη προστασία. Οι φυσικοί αυτουργοί δύσκολα εντοπίζονται, αλλά οι ηθικοί αυτουργοί είναι γύρω μας, τους ξέρουμε.

Καταιγιστικές είναι οι κατηγορίες για τη μη κατάλληλη οργάνωση, την απουσία σχεδιασμού και την ανεπάρκεια των μέσων πυρόσβεσης, αλλά αυτό δεν γίνεται για πρώτη φορά.

– Κάθε φορά που καιγόμαστε τα ίδια λέμε, αλλά ίδια μένει η κατάσταση, είναι η απαισιόδοξη επισήμανση ενός από τους παριστάμενους.

Αργότερα θα μεταδοθεί δήλωση του Προέδρου της Ένωσης Δασοπόνων ότι «η πολιτική που εφαρμόζεται για την προστασία των δασών μας είναι η ηθικός αυτουργός της νέας πύρινης τραγωδίας που αυτή τη φορά μετράει και τέσσερις νεκρούς». Επικαλούμενος το ομόφωνο πόρισμα διακομματικής επιτροπής της Βουλής το 1993, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος ζητεί ενιαίο φορέα δασοπροστασίας. Άραγε, θα εισακουστεί ή θα είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» οι προτάσεις του, όπως και τόσων άλλων φορέων και πολιτών;

Όλη η πολιτική ηγεσία εκφράζει την οδύνη τους για τη νέα τραγωδία. Στο πένθος συμμετέχει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, που ακυρώνει και την δεξίωση που επρόκειτο να δώσει το ίδιο βράδυ στο Προεδρικό Μέγαρο για τους εκπροσώπους των ΜΜΕ. Όμως, σε πολλούς – ιδιαίτερα στους περιβαλλοντικά ευαίσθητους πολίτες – μένει μια πικρή γεύση.

Αν στηνόταν ένα «δικαστήριο των πολιτών» για να δικάσει τα οικολογικά εγκλήματα που τελούνται στη χώρα μας, θα έπρεπε να καθίσει στο σκαμνί τη μισή Ελλάδα, λέει ένας φίλος μου.

Σκέφτομαι ότι αν επιχειρούσαμε να συντάξουμε ένα κατηγορητήριο για την τραγωδία στον Υμηττό, θα έπρεπε να αναζητηθούν ευθύνες σε βάθος χρόνου. Το έγκλημα δεν είναι στιγμιαίο αλλά διαρκές. Και με δεδομένη τη διαπίστωση ότι οι καταστροφές στο περιβάλλον απειλούν την ίδια την επιβίωσή της ανθρωπότητας, τα οικολογικά εγκλήματα δεν θα έπρεπε να παραγράφονται.

Για παράδειγμα, μπορεί πολλοί σήμερα να θεωρούν αυτονόητη την παρουσία των στρατοπέδων στον Καρέα, αλλά μετά από πιέσεις δόθηκε η άδεια για τη δημιουργία του πρώτου το 1955. «Η αιτούμενη παρά του 415 Στρατιωτικού Σανατορίου έκτασις έχει κριθεί αναδασωτέα ως και η λοιπή περιοχή του Υμηττού και προώρισται να αποτελέσει το πράσινον της πρωτευούσης», απαντούσε αρχικά ο Υπουργός Γεωργίας Π. Λεβαντής στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) που ζητούσε 100 στρέμματα «διά στρατιωτικάς ανάγκας». Όμως, τρεις μήνες μετά έκανε στροφή 180 μοιρών, υπογράφοντας το παραχωρητήριο.

Ιδού, λοιπόν, ένα κατηγορητήριο πολιτών που μας έρχεται στο νου:

– Κατηγορούμε το κράτος, που αποδεικνύεται ανίκανο, για μια ακόμη φορά, να προστατεύσει και να σώσει έναν από τους τελευταίους ελεύθερους πνεύμονες ζωής στην Αττική. Είναι έγκλημα ότι ο Υμηττός δεν έχει κηρυχθεί εθνικός δρυμός και ότι δεν υπάρχει Δασαρχείο Υμηττού αλλά υπάγεται στο Δασαρχείο Πεντέλης.

– Κατηγορούμε όλες ανεξαιρέτως τις – από πρόθεση ή αμέλεια – δασοκτόνες πολιτικές. Τις κυβερνήσεις που δεν αξιώθηκαν να κάνουν το Εθνικό Κτηματολόγιο αλλά και για σειρά άλλων μέτρων που δεν έχουν λάβει, με αποτέλεσμα να ενθαρρύνεται η δράση των εμπρηστών και των καταπατητών. Γιατί ανέχονται παράνομες δραστηριότητες στον Υμηττό, αλλά παρανομούν και οι ίδιες, ερχόμενες συχνά σε αντίθεση με αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας.

– Κατηγορούμε όσους δεν κατανοούν ότι η προστασία του Υμηττού είναι υπόθεση όλης της Αττικής και δεν συντονίζονται σ΄ένα κοινό μέτωπο αγώνα.

– Κατηγορούμε τα περισσότερα ΜΜΕ για το γεγονός ότι «σκοτώνονται» για την πρωτιά της κάλυψης των καταστροφών, αλλά δεν δείχνουν τον ίδιο ζήλο για την κάλυψη των αγώνων πρόληψής τους που δίνουν σε καθημερινή βάση φορείς και κινήματα για την περιβαλλοντική εκπαίδευση, την απόκρουση βλαπτικών πολιτικών για το περιβάλλον και την πρόληψη των πυρκαγιών.

– Κατηγορούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς γιατί αδρανούμε ή αντιδρούμε υποτονικά ή επιλέγουμε συχνά τον εύκολο δρόμο να κατηγορούμε τους άλλους και να μην αναλαμβάνουμε τις δικές μας ευθύνες. Είναι σύνηθες το φαινόμενο να ξεσπάμε, όταν γίνεται το κακό και πολύ γρήγορα να ξεχνάμε.

***

Σαράντα ημέρες μετά την καταστροφή πολλοί Βυρωνιώτες κάναμε πορεία από το Μοναστήρι του Άη-Γιάννη Καρέα στον τόπο της τραγωδίας. Από εκείνη την εκδήλωση είχε βγει η πρόταση για την ανέγερση ενός μνημείου για τους άδικα χαμένους πυροσβέστες και τον εθελοντή, στον τόπο της θυσίας τους, ώστε να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για όσους αγωνίζονται για την προστασία του Υμηττού.

Λίγο αργότερα στο ίδιο σημείο έγινε μια πράξη υψηλού συμβολισμού, όταν ο Δήμαρχος Αρχαίας Ολυμπίας Γιώργος Δεββές φύτεψε μαζί μας ένα δενδρύλλιο αγριελιάς, που έφερε από την κοιτίδα του Ολυμπισμού. Πού να φανταστούμε τότε ότι εννιά χρόνια μετά θα ζούσε και η Αρχαία Ολυμπία έναν «πύρινο πόλεμο» χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της.

Ο Ιούλιος μήνας φέρνει στη μνήμη μας πολλά γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη ζωή αυτού του τόπου. Οι μεταπολεμικές γενιές θυμούνται έντονα τα «Ιουλιανά» του ΄65, το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την Τουρκική εισβολή που ακολούθησε τον Ιούλιο του ΄74, αλλά και την κατάρρευση της δικτατορίας, λίγες ημέρες μετά. Στη λαϊκή παράδοση ο Ιούλιος είναι ο Αλωνάρης, ο μήνας που απολαμβάνουμε τους καρπούς του μόχθου μας. «Το Μάη πίνε το νερό, το Θεριστή το ξύδι, τον Αλωνάρη το κρασί να γίνεις παλικάρι», λέει η δημοτική μας ποίηση.

Εμείς, οι Βυρωνιώτες έχουμε ακόμα μία Ιουλιανή επέτειο – δυστυχώς, θλιβερή – να θυμόμαστε: τη θυσία των πυροσβεστών Δημήτρη Μαλούκου, Θέμη Μαυροειδή και Αλέξανδρου Διαβολή και του εικοσάχρονου εθελοντή δασοπυροσβέστη Δημήτρη Καραμολέγκου, που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του Υμηττού.

Όμως, το «δεν ξεχνούμε» απαιτεί να μην αφήσουμε να ξανασυμβεί παρόμοια τραγωδία. Να μεταδώσουμε την αγάπη για τον Υμηττό στις νέες γενιές. Είμαστε τυχεροί που ζούμε δίπλα στον Υμηττό, αλλά έχουμε και αυξημένη ευθύνη για την προστασία του. Ο Υμηττός είναι ένα από τα βουνά όπου «πάνω τους η μνήμη καίει – άκαυτη βάτος» (Οδυσσέας Ελύτης).

Πάνος Τριγάζης

Βύρωνας 2008

** Αφιερώνω το κείμενο αυτό στον Νίκο Καίσαρη, έναν άνθρωπο που έκανε πολλά για την προστασία του Υμηττού ως ενεργός πολίτης και ιδεολόγος της οικολογίας. Ο πρόωρος χαμός του, το 2005, μας άφησε δυσαναπλήρωτο κενό.